- ξιφίας
- (xiphias gladius). Τελεόστεο περκόμορφο ψάρι, μοναδικό είδος της οικογένειας των ξιφιδών. Το ψάρι αυτό, που μπορεί να ξεπεράσει σε μήκος τα 4 μ. και ζυγίζει κατά μέσο όρο 300 κιλά, ζει σε όλες τις εύκρατες και θερμές θάλασσες και τρέφεται με ψάρια και κεφαλόποδα. Χαρακτηρίζεται από την παρουσία του γνωστού εμβόλου που μοιάζει με ξίφος –από όπου και η ονομασία του– και που μπορεί να φτάσει το 1/4 ή 1/3 του μήκους του σώματος του, το οποίο είναι αιχμηρό και στα χείλη ελαφρά οδοντωτό και σχηματίζεται από την προέκταση των προγναθικών οστών. Στα ενήλικα άτομα το στόμα δεν έχει δόντια ούτε το δέρμα λέπια. Άλλο ιδιότυπο χαρακτηριστικό είναι ότι η θερμοκρασία του σώματος τους είναι, όπως και στους τόνους, ελαφρά ανώτερη από τη θερμοκρασία του νερού.
Εξαιτίας της ισχυρής μυϊκής κατασκευής του και του υδροδυναμικού σχήματος του σώματός του, ο ξ. είναι ταχύτατος και ανθεκτικός κολυμβητής, ικανός να κάνει μεγάλα άλματα έξω από το νερό. Η αναπαραγωγή του γίνεται την άνοιξη ή το καλοκαίρι κοντά στις ακτές· τα αβγά και οι προνύμφες είναι πελαγικές: κατά τη μεταμόρφωση οι τελευταίες αυτές υφίστανται σημαντικές μεταβολές. Επειδή έχει εύγεστο κρέας αλιεύεται εντατικά με ειδικό καμάκι, με εκτοξευόμενο βέλος που έχει ειδικά πτερύγια.
Ξιφίας (xiphias gladius). Εξαιτίας της ισχυρής μυϊκής κατασκευής του και του υδροδυναμικού σχήματος του σώματός του, το τελεόστεο αυτό ψάρι είναι ταχύτατος και ανθεκτικός κολυμβητής
* * *ο (Α ξιφίας και δωρ. τ. σκιφίας)ζωολ. γένος μεγάλων περκόμορφων ψαριών που το επάνω σαγόνι τους είναι μακρύ και μοιάζει με ξίφος και που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια τών ξιφιιδών, αλλ. ξιφιόςαρχ.είδος κομήτη που ονομάστηκε έτσι επειδή είχε σχήμα όμοιο με ξίφος, ξιφηφόρος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + κατάλ. -ίας (πρβλ. δρομ-ίας, ωμ-ίας). Για τον τ. σκιφίας βλ. λ. ξίφος].
Dictionary of Greek. 2013.